Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν ἅπασιν

См. также в других словарях:

  • ἅπασιν — ἅπᾱσιν , ἅπας sṃ masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CTESIAE — duo fuerunt: Unus Cnidius, alter Ephesius. Utriusque meminit Plut. l. de Flum. Ac Cnidio quidem tribuit libros περὶ ὀρῶν, quorum e secundo testimonium promit in Caico, ut et Stobaeus facit sermone περὶ νόσου. Estque hic nobilis ille Historicus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκλιπής — ἐκλιπής, ές (Α) 1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» έγινε μερική έκλειψη ηλίου) 2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῑς πρὸ εμοῡ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῡτο ἦν τὸ χωρίον» αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ όλους τους προγενέστερους,… …   Dictionary of Greek

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • καταναγκάζω — (AM καταναγκάζω) (αναγκάζω] αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι διά τής βίας, εξαναγκάζω (α. «τόν κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῡ τινος τοῡτο καταναγκάσαντος», Λουκιαν.) αρχ. 1. (κυρίως για εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη θέση του σπρώχνοντάς το… …   Dictionary of Greek

  • κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …   Dictionary of Greek

  • μελάμπυγος — μελάμπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας 2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος προσωνυμία τού Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῡθεν μελάμπυγός τε τοῑς ἐχθροῑς… …   Dictionary of Greek

  • πάγκακος — η, ο (ΑΜ πάγκακος, ον) πολύ κακός, κάκιστος, μοχθηρότατος αρχ. 1. (για πράγματα) πολύ βλαβερός («τὸ ἔλαιον τοῑς μὲν φυτοῑς ἅπασιν ἐστὶ πάγκακον», Πλάτ.) 2. φρ. «πάγκακον ἧμαρ» πάρα πολύ άτυχη ημέρα (Ησίοδ.). επίρρ... παγκάκως (Α) με κάκιστο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

  • περιπροσάγω — Α [προσάγω] φέρνω κάποιον ή κάτι από τα γύρω («οὐχὶ ταὐτὸ ἱερεῑον ἅπασιν ἐν κύκλῳ τοῑς ἀγάλμασι περιπροσάγοντας», Δίων Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»